Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
suck sucks

suck (en)

  • το ρούφηγμα, η ενέργεια του να ρουφάω
    ⮡  a suck of the soup/coffee - ρούφηγμα της σούπας/του καφέ
ενεστώτας suck
γ΄ ενικό ενεστώτα sucks
αόριστος sucked
παθητική μετοχή sucked
ενεργητική μετοχή sucking

suck (en)

  1. (μεταβατικό) ρουφάω, απομυζώ, παίρνω υγρό, αέρα κτλ. στο στόμα μου χρησιμοποιώντας τους μύες των χειλιών μου
    ⮡  I am sucking the orange juice with a straw.
    Ρουφάω την πορτοκαλάδα με καλαμάκι.
    ⮡  He sucked the orange dry.
    Ρούφησε το πορτοκάλι ως την τελευταία σταγόνα.
    ⮡  Mosquitoes suck blood.
    Τα κουνούπια ρουφάνε το αίμα.
    ⮡  Parasites suck nutrients from animals or plants.
    Τα παράσιτα απομυζούν θρεπτικές ουσίες από ζώα ή από φυτά.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) πιπιλίζω, βυζαίνω, θηλάζω, κρατώ κάτι στο στόμα μου και το τραβώ με τα χείλη και τη γλώσσα μου
    ⮡  He’s sucking his thumb/his lollipop.
    Πιπιλίζει το δάχτυλό του/το γλειφιτζούρι του.
    ⮡  The baby was sucking at his mother’s breast.
    Το μωρό βύζαινε στο στήθος της μητέρας του.
  3. (μεταβατικό) απορροφώ, βγάζω υγρό, αέρα κτλ. από κάτι
    ⮡  Plants suck up moisture from the soil.
    Τα φυτά απορροφούν υγρασία από το έδαφος.
    ⮡  This machine sucked the juice out of the lemon.
    Αυτή η μηχανή έβγαλε το χυμό από το λεμόνι.
  4. (μεταβατικό) ρουφάω, καταπίνω, τραβάω κάποιον ή κάτι με μεγάλη δύναμη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  The canoe was sucked down the whirlpool. (The whirlpool sucked it down.)
    Το κανό ρουφήχτηκε από τη ρουφήχτρα. (Το κατάπιε η ρουφήχτρα.)
  5. (αμετάβατο, αργκό, αμερικανική σημασία) είμαι χάλια
    ⮡  Our national team sucks right now.
    Η εθνική μας ομάδα είναι χάλια αυτό τον καιρό.
     συνώνυμα: in bad shape