suck
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
suck | sucks |
suck (en)
- το ρούφηγμα, η ενέργεια του να ρουφάω
- ⮡ a suck of the soup/coffee - ρούφηγμα της σούπας/του καφέ
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | suck |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sucks |
αόριστος | sucked |
παθητική μετοχή | sucked |
ενεργητική μετοχή | sucking |
suck (en)
- (μεταβατικό) ρουφάω, απομυζώ, παίρνω υγρό, αέρα κτλ. στο στόμα μου χρησιμοποιώντας τους μύες των χειλιών μου
- ⮡ I am sucking the orange juice with a straw.
- Ρουφάω την πορτοκαλάδα με καλαμάκι.
- ⮡ He sucked the orange dry.
- Ρούφησε το πορτοκάλι ως την τελευταία σταγόνα.
- ⮡ Mosquitoes suck blood.
- Τα κουνούπια ρουφάνε το αίμα.
- ⮡ Parasites suck nutrients from animals or plants.
- Τα παράσιτα απομυζούν θρεπτικές ουσίες από ζώα ή από φυτά.
- ⮡ I am sucking the orange juice with a straw.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πιπιλίζω, βυζαίνω, θηλάζω, κρατώ κάτι στο στόμα μου και το τραβώ με τα χείλη και τη γλώσσα μου
- ⮡ He’s sucking his thumb/his lollipop.
- Πιπιλίζει το δάχτυλό του/το γλειφιτζούρι του.
- ⮡ The baby was sucking at his mother’s breast.
- Το μωρό βύζαινε στο στήθος της μητέρας του.
- ⮡ He’s sucking his thumb/his lollipop.
- (μεταβατικό) απορροφώ, βγάζω υγρό, αέρα κτλ. από κάτι
- ⮡ Plants suck up moisture from the soil.
- Τα φυτά απορροφούν υγρασία από το έδαφος.
- ⮡ This machine sucked the juice out of the lemon.
- Αυτή η μηχανή έβγαλε το χυμό από το λεμόνι.
- ⮡ Plants suck up moisture from the soil.
- (μεταβατικό) ρουφάω, καταπίνω, τραβάω κάποιον ή κάτι με μεγάλη δύναμη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ The canoe was sucked down the whirlpool. (The whirlpool sucked it down.)
- Το κανό ρουφήχτηκε από τη ρουφήχτρα. (Το κατάπιε η ρουφήχτρα.)
- ⮡ The canoe was sucked down the whirlpool. (The whirlpool sucked it down.)
- (αμετάβατο, αργκό, αμερικανική σημασία) είμαι χάλια
- ⮡ Our national team sucks right now.
- Η εθνική μας ομάδα είναι χάλια αυτό τον καιρό.
- ≈ συνώνυμα: in bad shape
- ⮡ Our national team sucks right now.