εκμύζηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκμύζηση | οι | εκμυζήσεις |
γενική | της | εκμύζησης* | των | εκμυζήσεων |
αιτιατική | την | εκμύζηση | τις | εκμυζήσεις |
κλητική | εκμύζηση | εκμυζήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκμυζήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκμύζηση < (ελληνιστική κοινή) ἐκμύζησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκμύζηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εκμυζώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκμύζηση
|