αποστραγγιστήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποστραγγιστήρας < αποστραγγίζω + -τήρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποστραγγιστήρας αρσενικό
- ειδικός αγωγός ή αυλάκι από τα οποία απομακρύνεται το νερό κατά τη διαδικασία της αποστράγγισης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποστραγγίζω και στραγγίζω