στραγγισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στραγγισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στραγγίζω
Μετοχή επεξεργασία
στραγγισμένος
- που έχει στραγγιστεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στραγγισμένος
|