στραγγίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στραγγίζομαι < στραγγ(ίζω) + -ίζομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾaŋˈɟi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στραγ‐γί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαστραγγίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος στραγγίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στραγγίζομαι | στραγγιζόμουν(α) | θα στραγγίζομαι | να στραγγίζομαι | ||
β' ενικ. | στραγγίζεσαι | στραγγιζόσουν(α) | θα στραγγίζεσαι | να στραγγίζεσαι | (στραγγίζου) | |
γ' ενικ. | στραγγίζεται | στραγγιζόταν(ε) | θα στραγγίζεται | να στραγγίζεται | ||
α' πληθ. | στραγγιζόμαστε | στραγγιζόμαστε στραγγιζόμασταν |
θα στραγγιζόμαστε | να στραγγιζόμαστε | ||
β' πληθ. | στραγγίζεστε | στραγγιζόσαστε στραγγιζόσασταν |
θα στραγγίζεστε | να στραγγίζεστε | (στραγγίζεστε) | |
γ' πληθ. | στραγγίζονται | στραγγίζονταν στραγγιζόντουσαν |
θα στραγγίζονται | να στραγγίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στραγγίστηκα | θα στραγγιστώ | να στραγγιστώ | στραγγιστεί | ||
β' ενικ. | στραγγίστηκες | θα στραγγιστείς | να στραγγιστείς | στραγγίσου | ||
γ' ενικ. | στραγγίστηκε | θα στραγγιστεί | να στραγγιστεί | |||
α' πληθ. | στραγγιστήκαμε | θα στραγγιστούμε | να στραγγιστούμε | |||
β' πληθ. | στραγγιστήκατε | θα στραγγιστείτε | να στραγγιστείτε | στραγγιστείτε | ||
γ' πληθ. | στραγγίστηκαν στραγγιστήκαν(ε) |
θα στραγγιστούν(ε) | να στραγγιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στραγγιστεί | είχα στραγγιστεί | θα έχω στραγγιστεί | να έχω στραγγιστεί | στραγγισμένος | |
β' ενικ. | έχεις στραγγιστεί | είχες στραγγιστεί | θα έχεις στραγγιστεί | να έχεις στραγγιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει στραγγιστεί | είχε στραγγιστεί | θα έχει στραγγιστεί | να έχει στραγγιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στραγγιστεί | είχαμε στραγγιστεί | θα έχουμε στραγγιστεί | να έχουμε στραγγιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε στραγγιστεί | είχατε στραγγιστεί | θα έχετε στραγγιστεί | να έχετε στραγγιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στραγγιστεί | είχαν στραγγιστεί | θα έχουν στραγγιστεί | να έχουν στραγγιστεί |