παραθετικά
θετικός strained
συγκριτικός more strained
υπερθετικός most strained

strained (en)

  1. κάτι που έχει στραγγιστεί με την έννοια του φιλτραρισμένου, που έχει περαστεί με πίεση, ζούπηγμα από σουρωτήρι ή ειδικό φίλτρο
  2. πιεσμένος, στρεσαρισμένος, τεταμένος, τεντωμένος (ψυχικά)

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία