↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλτραρισμένος η φιλτραρισμένη το φιλτραρισμένο
      γενική του φιλτραρισμένου της φιλτραρισμένης του φιλτραρισμένου
    αιτιατική τον φιλτραρισμένο τη φιλτραρισμένη το φιλτραρισμένο
     κλητική φιλτραρισμένε φιλτραρισμένη φιλτραρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλτραρισμένοι οι φιλτραρισμένες τα φιλτραρισμένα
      γενική των φιλτραρισμένων των φιλτραρισμένων των φιλτραρισμένων
    αιτιατική τους φιλτραρισμένους τις φιλτραρισμένες τα φιλτραρισμένα
     κλητική φιλτραρισμένοι φιλτραρισμένες φιλτραρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλτραρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φιλτράρω

φιλτραρισμένος, -η, -ο

  1. που έχει περαστεί από φίλτρο
    φιλτρατισμένος καφές, χυμός ελιάς, αέρας, ήχος
  2. (μεταφορικά) κάτι που διαστρεβλώνεται ή λογοκρίνεται
    φιλτραρισμένες ειδήσεις

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία