φιλτραρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαφιλτραρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φιλτραρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φιλτραρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φιλτραρισμένος