Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλτράρω < φίλτρο από τα ιταλικά < αρχαία ελληνική φίλτρον

φιλτράρω (παρατ. φίλτραρα, μελ. διαρκ. θα φιλτράρω, αορ. φιλτράρησα, φιλτραρισμένος)

  1. περνώ από φίλτρο υλικό για να το καθαρίσω από στερεά υπολείμματα άλλων ουσιών
  2. (μεταφορικά) περνάω από φίλτρο τις θεωρίες, απόψεις, γνώμες, γνώσεις των άλλων προτού κρατήσω για εμένα εκείνο που θέλω, απορρίπτοντας όσα στοιχεία δεν με βρίσκουν σύμφωνο


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία