Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
filter filters

filter (en)

  1. το φίλτρο
    ⮡  a dryer door lint filter - φίλτρο χνουδιών πόρτας στεγνωτηρίου
  2. (πληροφορική) το φίλτρο
    ⮡  I have a filter for spam email.
    Έχω φίλτρο για τα ανεπιθύμητα email.

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας filter
γ΄ ενικό ενεστώτα filters
αόριστος filtered
παθητική μετοχή filtered
ενεργητική μετοχή filtering

filter (en)

  • φιλτράρω
    ⮡  The water is filtered.
    Το νερό φιλτράρεται.