φίλτρον
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | φίλτρον | φίλτρω | φίλτρα |
Γενική | φίλτρου | φίλτροιν | φίλτρων |
Δοτική | φίλτρῳ | φίλτροιν | φίλτροις |
Αιτιατική | φίλτρον | φίλτρω | φίλτρα |
Κλητική | φίλτρον | φίλτρω | φίλτρα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φίλτρον < αρχαία ελληνική φίλτρον / φίλητρον < φιλέω < φίλος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰili- (αγαπητός)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φίλτρον ουδέτερο
- μαγικό παρασκεύασμα, μαντζούνι για να προκαλέσεις τον έρωτα κάποιου ή γενικά για να πετύχεις κάτι
- (μεταφορικά) αυτό που καταφέρνει με έμμεσο τρόπο κάτι δύσκολο, που δεν συνδέεται άμεσα μαζί του και μοιάζει άσχετο, οπότε η δράση του μοιάζει μαγική ενώ έχει λογική ερμηνεία
- τὴν γεωργίαν... εἰρήνης φίλτρον τοῖς πολίταις (γιατί η γεωργία είναι το καλύτερο μαγικό παρασκεύασμα για την ειρήνη <κάνει τους πολίτες να αγαπούν την ειρήνη εξηγεί πιο πάνω ο Πλούταρχος>)
- έρωτας
- οὐκ ἐπὶ θανάτῳ διδόναι [φάρμακον] ἀλλ᾽ ἐπὶ φίλτροις : δεν του το έδωσε για να προκαλέσει το θάνατό του, αλλά τον έρωτά του -Αντιφών)
- στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, συμπόνια, η μεγάλη εύνοια
- τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φίλτρον
- τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ (: χάθηκαν με μιας τώρα για την Τροία όσα έκανε γι αυτήν η αγάπη των θεών <στους οποίους αναφέρεται πριν διεξοδικά ο Ευριπίδης στις Τρωάδες>)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φίλος