Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφιλτράριστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφιλτράριστ
ος
η
αφιλτράριστ
η
το
αφιλτράριστ
ο
γενική
του
αφιλτράριστ
ου
της
αφιλτράριστ
ης
του
αφιλτράριστ
ου
αιτιατική
τον
αφιλτράριστ
ο
την
αφιλτράριστ
η
το
αφιλτράριστ
ο
κλητική
αφιλτράριστ
ε
αφιλτράριστ
η
αφιλτράριστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφιλτράριστ
οι
οι
αφιλτράριστ
ες
τα
αφιλτράριστ
α
γενική
των
αφιλτράριστ
ων
των
αφιλτράριστ
ων
των
αφιλτράριστ
ων
αιτιατική
τους
αφιλτράριστ
ους
τις
αφιλτράριστ
ες
τα
αφιλτράριστ
α
κλητική
αφιλτράριστ
οι
αφιλτράριστ
ες
αφιλτράριστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφιλτράριστος
<
α-
+
φιλτράρω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αφιλτράριστος
που δεν έχει
φιλτραριστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
φιλτραρισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
φιλτράρω
,
φίλτρο
και
φιλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφιλτράριστος
αγγλικά
:
unfiltered
(en)