Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρεσαρισμένος η στρεσαρισμένη το στρεσαρισμένο
      γενική του στρεσαρισμένου της στρεσαρισμένης του στρεσαρισμένου
    αιτιατική τον στρεσαρισμένο τη στρεσαρισμένη το στρεσαρισμένο
     κλητική στρεσαρισμένε στρεσαρισμένη στρεσαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρεσαρισμένοι οι στρεσαρισμένες τα στρεσαρισμένα
      γενική των στρεσαρισμένων των στρεσαρισμένων των στρεσαρισμένων
    αιτιατική τους στρεσαρισμένους τις στρεσαρισμένες τα στρεσαρισμένα
     κλητική στρεσαρισμένοι στρεσαρισμένες στρεσαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρεσαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στρεσάρομαι

  Μετοχή επεξεργασία

στρεσαρισμένος,η,ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία