Επίθετο

επεξεργασία

stressed (en)

  • στρεσαρισμένος, αγχωμένος
    ⮡  He is stressed by exams.
    Είναι αγχωμένος με τις εξετάσεις.
    ⮡  Someone gets stressed (out) easily.
    Αγχώνεται κάποιος εύκολα.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

stressed (en)