στρες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρες < (λόγιο δάνειο) αγγλική stress[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρες ουδέτερο άκλιτο
- άγχος
- καταπόνηση (πχ στρες τεστ)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στρες - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας