στρεσάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρεσάρω < στρες + -άρω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stresser)
Ρήμα
επεξεργασίαστρεσάρω (παθητική φωνή: στρεσάρομαι)
- (προφορικό, κυριολεκτικά) πιέζω, δημιουργώ καταπόνηση
- (προφορικό, μεταφορικά) δημιουργώ στρες σε κάποιον, τον αγχώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- στρεσάρισμα
- στρεσαρισμένος
- → δείτε τη λέξη στρες