Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιεσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πιεσμέν
ος
η
πιεσμέν
η
το
πιεσμέν
ο
γενική
του
πιεσμέν
ου
της
πιεσμέν
ης
του
πιεσμέν
ου
αιτιατική
τον
πιεσμέν
ο
την
πιεσμέν
η
το
πιεσμέν
ο
κλητική
πιεσμέν
ε
πιεσμέν
η
πιεσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πιεσμέν
οι
οι
πιεσμέν
ες
τα
πιεσμέν
α
γενική
των
πιεσμέν
ων
των
πιεσμέν
ων
των
πιεσμέν
ων
αιτιατική
τους
πιεσμέν
ους
τις
πιεσμέν
ες
τα
πιεσμέν
α
κλητική
πιεσμέν
οι
πιεσμέν
ες
πιεσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιεσμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πιέζω
Μετοχή
επεξεργασία
πιεσμένος, -η, -ο
που βρίσκεται σε κατάσταση πίεσης
που έχει
πιεστεί
, που έχει υποστεί
πίεση
Συνώνυμα
επεξεργασία
πεπιεσμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
πεπιεσμένος
πιέζω
συμπιέζω
συμπιεσμένος
συμπίεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιεσμένος
γαλλικά
:
pressé
(fr)
,
comprimé
(fr)