↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιεσμένος η πιεσμένη το πιεσμένο
      γενική του πιεσμένου της πιεσμένης του πιεσμένου
    αιτιατική τον πιεσμένο την πιεσμένη το πιεσμένο
     κλητική πιεσμένε πιεσμένη πιεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιεσμένοι οι πιεσμένες τα πιεσμένα
      γενική των πιεσμένων των πιεσμένων των πιεσμένων
    αιτιατική τους πιεσμένους τις πιεσμένες τα πιεσμένα
     κλητική πιεσμένοι πιεσμένες πιεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πιεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πιέζω

πιεσμένος, -η, -ο

  1. που βρίσκεται σε κατάσταση πίεσης
  2. που έχει πιεστεί, που έχει υποστεί πίεση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία