πεπιεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πεπιεσμένος < αρχαία ελληνική πεπιεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιέζω
Μετοχή
επεξεργασία
πεπιεσμένος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε κατάσταση υψηλής πίεσης
- που έχει υποστεί υψηλή πίεση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεπιεσμένος