Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζούπηγμα τα ζουπήγματα
      γενική του ζουπήγματος των ζουπηγμάτων
    αιτιατική το ζούπηγμα τα ζουπήγματα
     κλητική ζούπηγμα ζουπήγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζούπηγμα < ζουπώ (αόριστος ζούπηγα) + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζούπηγμα και ζούπισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ζουπώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία