Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζούπηγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ζούπηγμα
τα
ζουπήγμα
τ
α
γενική
του
ζουπήγμα
τ
ος
των
ζουπηγμά
τ
ων
αιτιατική
το
ζούπηγμα
τα
ζουπήγμα
τ
α
κλητική
ζούπηγμα
ζουπήγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζούπηγμα
<
ζουπώ
(αόριστος
ζούπηγα
) +
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζούπηγμα
και
ζούπισμα
ουδέτερο
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του
ζουπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζούπηγμα