τεταμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεταμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή επεξεργασία
τεταμένος, τεταμένη, τεταμένος
- τεντωμένος
- (μεταφορικά) σε ένταση
- (για σχέσεις ομάδων ή κρατών) που τείνει σε ρήξη, σε σύγκρουση.
τεταμένος, τεταμένη, τεταμένος