στραγγιστήρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στραγγιστήρι | τα | στραγγιστήρια |
γενική | του | στραγγιστηριού | των | στραγγιστηριών |
αιτιατική | το | στραγγιστήρι | τα | στραγγιστήρια |
κλητική | στραγγιστήρι | στραγγιστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστραγγιστήρι ουδέτερο
- (κουζινικά) ειδικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα των νερών και το σούρωμα
- (κουζινικά) ειδικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ν’ ακουμπήσουμε τα πλυμένα πιάτα, για να στραγγίσουν και να στεγνώσουν