colander
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία en
επεξεργασία- colander < μέση αγγλική colander < λατινικά colare (σουρώνω, στραγγίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcolander (en)
- στραγγιστήρι, (συνήθως μεγάλο) σουρωτήρι
Δείτε επίσης : coriander |
colander (en)