πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σούρωμα τα σουρώματα
      γενική του σουρώματος των σουρωμάτων
    αιτιατική το σούρωμα τα σουρώματα
     κλητική σούρωμα σουρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σούρωμα < σουρώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σούρωμα ουδέτερο

  1. η απόκτηση ρυτίδων
  2. το πολύ μεθύσι
  3. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σουρώνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία