ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φρεάτιον τὰ φρεάτι
      γενική τοῦ φρεατίου τῶν φρεατίων
      δοτική τῷ φρεατί τοῖς φρεατίοις
    αιτιατική τὸ φρεάτιον τὰ φρεάτι
     κλητική ! φρεάτιον φρεάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρεατίω
γεν-δοτ τοῖν  φρεατίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρεάτιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φρέαρ, φρεατ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: φρεάτιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρεάτιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)