φρέαρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φρέαρ | τα | φρέατα |
γενική | του | φρέατος | των | φρεάτων |
αιτιατική | το | φρέαρ | τα | φρέατα |
κλητική | φρέαρ | φρέατα | ||
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρέαρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρέαρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρέαρ ουδέτερο
Εκφράσεις επεξεργασία
- αρτεσιανό φρέαρ: το φρέαρ ή πηγάδι από όπου το νερό αναβλύζει λόγω φυσικής πίεσης και έτσι δεν χρειάζεται να αντλείται (από τη φράση puits artésien επειδή κατασκευάστηκαν πολλά φρέατα τέτοιου τύπου στην περιοχή Artois)
επεξεργασία
- φρεάτιο και φρεατίς, και οι δύο λέξεις υποκοριστικά της λέξης φρέαρ)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρέαρ
→ δείτε τη λέξη πηγάδι |
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
αττικό: φρεᾱρ- φρεᾱτ- επικό: φρεᾰτ- | |||||
ονομαστική | τὸ | φρέαρ | τὰ | φρέατᾰ | |
γενική | τοῦ | φρέατος | τῶν | φρεάτων | |
δοτική | τῷ | φρέατῐ | τοῖς | φρέασῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | φρέαρ | τὰ | φρέατᾰ | |
κλητική ὦ! | φρέαρ | φρέατᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρέατε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φρεάτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἧπαρ' όπως «ἧπαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρέαρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρέαρ, γενική φρέατος ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος: από μεγάλο ποτήρι, ίσως έλεγαν τη φράση όταν κάποιος έπινε πολύ
- περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις : όταν κάποιος έπαιζε με τη φωτιά (όρχηση, ο χορός)
- λύκος περὶ φρέατος χορεύει και ἐν φρέατι κυσὶ μάχεσθαι : για ματαιοπονίες
- εἰς φρέατα ἐμπίπτων : ίσως όταν κάποιος έπεφτε συχνά θύμα ή σε παγίδες
επεξεργασία
- φρεατία
- φρεατιαῖος
- Φρεατώ, Φρεαττώ (δικαστήριο στον Πειραιά)
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- φρέαρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρέαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.