ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φρεωρύχος τὸ φρεωρύχον
      γενική τοῦ/τῆς φρεωρύχου τοῦ φρεωρύχου
      δοτική τῷ/τῇ φρεωρύχ τῷ φρεωρύχ
    αιτιατική τὸν/τὴν φρεωρύχον τὸ φρεωρύχον
     κλητική ! φρεωρύχε φρεωρύχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φρεωρύχοι τὰ φρεωρύχ
      γενική τῶν φρεωρύχων τῶν φρεωρύχων
      δοτική τοῖς/ταῖς φρεωρύχοις τοῖς φρεωρύχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φρεωρύχους τὰ φρεωρύχ
     κλητική ! φρεωρύχοι φρεωρύχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φρεωρύχω τὼ φρεωρύχω
      γεν-δοτ τοῖν φρεωρύχοιν τοῖν φρεωρύχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρεωρύχος (ελληνιστική κοινή) < φρέαρ + ὀρύσσω

  Επίθετο

επεξεργασία

φρεωρύχος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. που ανοίγει φρέατα
  2. (επάγγελμα) (το αρσενικό ως ουσιαστικό) φρεατωρύχος, που έχει ως επάγγελμα το άνοιγμα πηγαδιών
     συνώνυμα: φρεατορύκτης