Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρεατίς < υποκοριστικό της λεξης φρέαρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρεατίς θηλυκό

  1. (ναυτ.) ειδική θυρίδα υδροφόρων πλοίων από την οποία επιθεωρείται προτού γεμίσει με νερό
  2. βαθιά στοά που συγκοινωνεί με υπόγειο υδατοφόρο ή υδροφόρο στρώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία