φρεατίς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρεατίς < υποκοριστικό της λεξης φρέαρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρεατίς θηλυκό
- (ναυτ.) ειδική θυρίδα υδροφόρων πλοίων από την οποία επιθεωρείται προτού γεμίσει με νερό
- βαθιά στοά που συγκοινωνεί με υπόγειο υδατοφόρο ή υδροφόρο στρώμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρεατίς
|