λακκούβα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λακκούβα < πρωτοσλαβική [1] *lakŭva < *loky < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lokus (τα 2κ από παρετυμολόγηση προς το λάκκος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
λακκούβα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- λακκουβάρα
- λακκουβίτσα
- → δείτε τη λέξη λάκκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
λακκούβα
- ↑ 1,0 1,1 λακκούβα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)