ενικός         πληθυντικός  
trou trous

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

trou (fr) αρσενικό

  1. η τρύπα
  2. (μεταφορικά) ξερότοπος, χωριό, ερημιά
  3. το θαλάμι, η θαλάμη