ξερότοπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξερότοπος αρσενικό
- άγονο μέρος, χωρίς βλάστηση και πιθανόν με λίγο νερό, όχι όμως και έρημος
- Η Κόλαση λέγουν πως είναι φοβερός και τρομερός ξερότοπος. Εκεί ποτέ δεν βρέχει, χλόη δεν φυτρώνει, πουλί πετάμενο δεν διαβαίνει (Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης, 1899)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξερότοπος