ασανσέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασανσέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική ascenseur [1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαασανσέρ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασανσέρ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ασανσέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας