ασανσέρ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.san.ˈsɛɾ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ασανσέρ ουδέτερο άκλιτο
- σύστημα με το οποίο επιτυγχάνεται γρήγορη μετακίνηση μεταξύ των ορόφων ενός κτηρίου
ασανσέρ ουδέτερο άκλιτο