↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουστανέλα οι φουστανέλες
      γενική της φουστανέλας των φουστανελών
    αιτιατική τη φουστανέλα τις φουστανέλες
     κλητική φουστανέλα φουστανέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φουστανέλα < μεσαιωνική λατινική fustanella[1], υποκοριστικό του fustaneum[1] < λατινική fustis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φουστανέλα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.