↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευζωνικός η ευζωνική το ευζωνικό
      γενική του ευζωνικού της ευζωνικής του ευζωνικού
    αιτιατική τον ευζωνικό την ευζωνική το ευζωνικό
     κλητική ευζωνικέ ευζωνική ευζωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευζωνικοί οι ευζωνικές τα ευζωνικά
      γενική των ευζωνικών των ευζωνικών των ευζωνικών
    αιτιατική τους ευζωνικούς τις ευζωνικές τα ευζωνικά
     κλητική ευζωνικοί ευζωνικές ευζωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευζωνικός < εύζωνος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ευζωνικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τους ευζώνους (ή το ευζωνικό), ανήκει σ’ αυτούς ή αναφέρεται σ’ αυτούς
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ευζωνικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία