Δείτε επίσης: Εύζωνος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εύζωνος οι εύζωνοι
      γενική του ευζώνου
& εύζωνου
των ευζώνων
    αιτιατική τον εύζωνο τους ευζώνους
     κλητική εύζωνε εύζωνοι
Δείτε και εύζωνας.
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
οι Εύζωνοι μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη

Ετυμολογία

επεξεργασία
εύζωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔζωνος (ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης) < εὖ + ζώννυμι / ζωννύω (ο καλώς ζωσμένος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία