προεδρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεδρικός < πρόεδρος
Επίθετο
επεξεργασίαπροεδρικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τον πρόεδρο
- προεδρική θητεία
- αυτός που προέρχεται από τον πρόεδρο
- προεδρικό διάταγμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προεδρικός