Εύζωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Εύζωνος | οι | Εύζωνοι |
γενική | του | Ευζώνου & Εύζωνου |
των | Ευζώνων |
αιτιατική | τον | Εύζωνο | τους | Ευζώνους |
κλητική | Εύζωνε | Εύζωνοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Εύζωνος < εύζωνος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈev.zo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Εύ‐ζω‐νος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Εύζωνος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 213