πολύπτυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολύπτυχος < αρχαία ελληνική πολύπτυχος < πολύς + πτυχή
Επίθετο
επεξεργασία
πολύπτυχος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από τις πολλές πτυχές (αναδιπλώσεις, πτυχώσεις, μέρη)
- (μεταφορικά) πολύπλευρος, σύνθετος
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολύπτυχος
|