φουστανελάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουστανελάς < φουστανέλ(α) + -άς
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουστανελάς αρσενικό
- που φοράει φουστανέλα (παλιότερα φουστανέλλα)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουστανελάς
|