Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντό < (λόγιο δάνειο) γαλλική manteau[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /manˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαν‐τώ κατά την προφορά του n-t

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαντό ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία