μαντό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαντό < (λόγιο δάνειο) γαλλική manteau[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /manˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαν‐τώ κατά την προφορά του n-t
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαντό ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ μαντό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.