coat
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | coat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coats |
αόριστος | coated |
παθητική μετοχή | coated |
ενεργητική μετοχή | coating |
coat (en)
- επενδύω, επικαλύπτω, επιστρώνω, καλύπτω κάτι με ένα στρώμα ουσίας