επιστρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιστρώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεπιστρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιστρώνω | επίστρωνα | θα επιστρώνω | να επιστρώνω | επιστρώνοντας | |
β' ενικ. | επιστρώνεις | επίστρωνες | θα επιστρώνεις | να επιστρώνεις | επίστρωνε | |
γ' ενικ. | επιστρώνει | επίστρωνε | θα επιστρώνει | να επιστρώνει | ||
α' πληθ. | επιστρώνουμε | επιστρώναμε | θα επιστρώνουμε | να επιστρώνουμε | ||
β' πληθ. | επιστρώνετε | επιστρώνατε | θα επιστρώνετε | να επιστρώνετε | επιστρώνετε | |
γ' πληθ. | επιστρώνουν(ε) | επίστρωναν επιστρώναν(ε) |
θα επιστρώνουν(ε) | να επιστρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επίστρωσα | θα επιστρώσω | να επιστρώσω | επιστρώσει | ||
β' ενικ. | επίστρωσες | θα επιστρώσεις | να επιστρώσεις | επίστρωσε | ||
γ' ενικ. | επίστρωσε | θα επιστρώσει | να επιστρώσει | |||
α' πληθ. | επιστρώσαμε | θα επιστρώσουμε | να επιστρώσουμε | |||
β' πληθ. | επιστρώσατε | θα επιστρώσετε | να επιστρώσετε | επιστρώστε | ||
γ' πληθ. | επίστρωσαν επιστρώσαν(ε) |
θα επιστρώσουν(ε) | να επιστρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιστρώσει | είχα επιστρώσει | θα έχω επιστρώσει | να έχω επιστρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιστρώσει | είχες επιστρώσει | θα έχεις επιστρώσει | να έχεις επιστρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιστρώσει | είχε επιστρώσει | θα έχει επιστρώσει | να έχει επιστρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιστρώσει | είχαμε επιστρώσει | θα έχουμε επιστρώσει | να έχουμε επιστρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιστρώσει | είχατε επιστρώσει | θα έχετε επιστρώσει | να έχετε επιστρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιστρώσει | είχαν επιστρώσει | θα έχουν επιστρώσει | να έχουν επιστρώσει |
|