Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλλόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παλλόμεν
ος
η
παλλόμεν
η
το
παλλόμεν
ο
γενική
του
παλλόμεν
ου
της
παλλόμεν
ης
του
παλλόμεν
ου
αιτιατική
τον
παλλόμεν
ο
την
παλλόμεν
η
το
παλλόμεν
ο
κλητική
παλλόμεν
ε
παλλόμεν
η
παλλόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παλλόμεν
οι
οι
παλλόμεν
ες
τα
παλλόμεν
α
γενική
των
παλλόμεν
ων
των
παλλόμεν
ων
των
παλλόμεν
ων
αιτιατική
τους
παλλόμεν
ους
τις
παλλόμεν
ες
τα
παλλόμεν
α
κλητική
παλλόμεν
οι
παλλόμεν
ες
παλλόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
paˈlo.me.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
παλ‐λό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
παλλόμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
(
πάλλομαι
)
του ρήματος
πάλλω
: καθώς
πάλλομαι
, με
παλμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλλόμενος
γαλλικά
:
vibrant
(fr)
γερμανικά
:
vibrierend
(de)