Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bombarda (it) θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη bomba

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
bombarda: ρηματικός τύπος

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. bombarda - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
  2. bombarde - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
bombarda < lombarda με ανομοίωση [l] < [b] κατά το bomba. Διαφορετικό το lombarda[1] ως θηλυκό του lombardo (Λομβαρδός).
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: λομπάρδα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bombarda (la) θηλυκό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. lombarda - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014