Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαγκότο τα φαγκότα
      γενική του φαγκότου των φαγκότων
    αιτιατική το φαγκότο τα φαγκότα
     κλητική φαγκότο φαγκότα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαγκότο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fagotto (δεμάτι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faˈɡo.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐γκό‐το

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
ένα φαγκότο

φαγκότο ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία