Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
forge forges

forge (fr) θηλυκό

  1. το μεταλλουργείο, το σιδηρουργείο, τo σιδεράδικο
  2. το καμίνι

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη forger