↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδηρουργείο τα σιδηρουργεία
      γενική του σιδηρουργείου των σιδηρουργείων
    αιτιατική το σιδηρουργείο τα σιδηρουργεία
     κλητική σιδηρουργείο σιδηρουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδηρουργείο < (ελληνιστική κοινή) σιδηρουργεῖον < σιδηρουργός + -εῖον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.ði.ɾuɾˈʝi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιδηρουργείο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

ιδιωματικά:

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία