πλαστογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλαστογραφώ < ελληνιστική κοινή πλαστογραφέω / πλαστογραφῶ < αρχαία ελληνική πλαστός + γράφω
Ρήμα
επεξεργασίαπλαστογραφώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλαστογραφώ | πλαστογραφούσα | θα πλαστογραφώ | να πλαστογραφώ | πλαστογραφώντας | |
β' ενικ. | πλαστογραφείς | πλαστογραφούσες | θα πλαστογραφείς | να πλαστογραφείς | (πλαστογράφει) | |
γ' ενικ. | πλαστογραφεί | πλαστογραφούσε | θα πλαστογραφεί | να πλαστογραφεί | ||
α' πληθ. | πλαστογραφούμε | πλαστογραφούσαμε | θα πλαστογραφούμε | να πλαστογραφούμε | ||
β' πληθ. | πλαστογραφείτε | πλαστογραφούσατε | θα πλαστογραφείτε | να πλαστογραφείτε | πλαστογραφείτε | |
γ' πληθ. | πλαστογραφούν(ε) | πλαστογραφούσαν(ε) | θα πλαστογραφούν(ε) | να πλαστογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλαστογράφησα | θα πλαστογραφήσω | να πλαστογραφήσω | πλαστογραφήσει | ||
β' ενικ. | πλαστογράφησες | θα πλαστογραφήσεις | να πλαστογραφήσεις | πλαστογράφησε | ||
γ' ενικ. | πλαστογράφησε | θα πλαστογραφήσει | να πλαστογραφήσει | |||
α' πληθ. | πλαστογραφήσαμε | θα πλαστογραφήσουμε | να πλαστογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | πλαστογραφήσατε | θα πλαστογραφήσετε | να πλαστογραφήσετε | πλαστογραφήστε | ||
γ' πληθ. | πλαστογράφησαν πλαστογραφήσαν(ε) |
θα πλαστογραφήσουν(ε) | να πλαστογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλαστογραφήσει | είχα πλαστογραφήσει | θα έχω πλαστογραφήσει | να έχω πλαστογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλαστογραφήσει | είχες πλαστογραφήσει | θα έχεις πλαστογραφήσει | να έχεις πλαστογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλαστογραφήσει | είχε πλαστογραφήσει | θα έχει πλαστογραφήσει | να έχει πλαστογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλαστογραφήσει | είχαμε πλαστογραφήσει | θα έχουμε πλαστογραφήσει | να έχουμε πλαστογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλαστογραφήσει | είχατε πλαστογραφήσει | θα έχετε πλαστογραφήσει | να έχετε πλαστογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλαστογραφήσει | είχαν πλαστογραφήσει | θα έχουν πλαστογραφήσει | να έχουν πλαστογραφήσει |
|