Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαστογραφώ < ελληνιστική κοινή πλαστογραφέω / πλαστογραφῶ < αρχαία ελληνική πλαστός + γράφω

πλαστογραφώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία