μηχανικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μηχανικά < μηχανικός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.xa.niˈka/
Επίρρημα
επεξεργασία
μηχανικά (τροπικό)
- σύμφωνα με του νόμους και τις αρχές της μηχανικής
- (μεταφορικά) χωρίς σκέψη ή θέληση
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηχανικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
μηχανικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μηχανικό