↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάτρηση οι διατρήσεις
      γενική της διάτρησης* των διατρήσεων
    αιτιατική τη διάτρηση τις διατρήσεις
     κλητική διάτρηση διατρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάτρηση < αρχαία ελληνική διάτρησις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάτρηση θηλυκό

  1. σχηματισμός ή κατασκευή τρύπας που διαπερνά την πλευρά ενός σώματος
    ⮡  Για την διάτρηση του νιπτήρα, ώστε να τοποθετηθεί στο κέντρο μπαταρία μονής οπής, θα χρειαστούμε ειδικό τρυπάνι υγρής διάτρησης με ψήγματα διαμαντιού, και η διάτρηση θα γίνει περιστροφικά και όχι κρουστικά, ειδάλλως θα σπάσει ο νιπτήρας.
  2. (ειδικότερα) (ιατρική) η ρήξη του συνεχούς στην επιφάνεια ενός οργάνου, ιστού κ.λπ. για διάφορους λόγους
  3. η δημιουργία μικρών τρυπών (με περφορατέρ ή αλλιώς) σε χαρτί ή σε άλλο παρόμοιο υλικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία