διάτρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάτρηση | οι | διατρήσεις |
γενική | της | διάτρησης* | των | διατρήσεων |
αιτιατική | τη | διάτρηση | τις | διατρήσεις |
κλητική | διάτρηση | διατρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάτρηση < αρχαία ελληνική διάτρησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάτρηση θηλυκό
- σχηματισμός ή κατασκευή τρύπας που διαπερνά την πλευρά ενός σώματος
- (ειδικότερα) (ιατρική) η ρήξη του συνεχούς στην επιφάνεια ενός οργάνου, ιστού κ.λπ. για διάφορους λόγους
- η δημιουργία μικρών τρυπών (με περφορατέρ ή αλλιώς) σε χαρτί ή σε άλλο παρόμοιο υλικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάτρηση
|