↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάτρησῐς αἱ διατρήσεις
      γενική τῆς διατρήσεως τῶν διατρήσεων
      δοτική τῇ διατρήσει ταῖς διατρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάτρησῐν τὰς διατρήσεις
     κλητική ! διάτρησῐ διατρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διατρήσει
γεν-δοτ τοῖν  διατρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάτρησις < δια- + τρη- (όπως τρητός) + -σις < → δείτε τη λέξη διατετραίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάτρησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διατετραίνω και τρητός